-
1 сверток
свертокм τό πακέττο, τό δέμα/ τό περιτύλιγμα (трубкой). -
2 пакет
1. (банк., бирж.) το πακέτο, ο φάκελος 2. (листов, пластин и т.п.) η στίβαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пакет
-
3 пакет
пакетм1. (сверток) τό δέμα, τό πα-κέττο, ὁ φάκελλος·2. (кулек) ἡ χαρτοσακούλα· ◊ индивидуальный \пакет воен. ὁ ἀτομικός ἐπίδεσμος ἐκστρατείας. -
4 трубка
трубкаж \. ὁ σωλήν[ας]:телефонная \трубка τό ἀκουστικό· слуховая \трубка τό ἀκουστικό κέρας· дренажная \трубка ὁ λαστιχένιος σωλήνας ἀποχέτευσης· паяльная -\трубка ὁ φυσητήρας' предохранительная \трубка ὁ σωλήν ἀσφαλείας·2. (курительная) ἡ πίπα, τό τσιμπούκι·3. (сверток) τό δέμα, τό τύλιγμα (χάρτου), τό σπείρωμα.